Δυνάμει της υπ’ αριθμ.164/2023 απόφασης στην οποία παραστάθηκε η δικηγόρος Μαρία Μοσχοπούλου, έγινε δεκτός ο λόγος ανακοπής μας, και ακυρωθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση ακινήτου, καθώς όπως έκρινε η απόφαση:
η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της ως άνω καταγγελίας, δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω υπαλλήλων, αν δηλαδή έδρασαν ως υποκατάστατοι του Δ.Σ. της τράπεζας ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης ή η τυχόν μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της, ούτε η τελευταία (δεύτερη καθ’ ης) δήλωσε, παριστάμενη διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ότι εγκρίνει αυτήν με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ενώ τέτοια έγκριση δεν συνιστά η υποβολή της αίτησης για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεδομένης της μη προσκομιδής οιουδήποτε εγγράφου, που να προέρχεται από τα εκπροσωπούντα τη δεύτερη καθ’ ης όργανα και να δίδεται με αυτό η εξουσιοδότηση για τη διενέργεια της προαναφερθείσας διαδικαστικής πράξεως. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτήν, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος (βλ. όρο 9 της επίδικης σύμβασης), που παρείχε στην «…….. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον ανακόπτοντα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των
τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.
Από την εξέταση της υπόθεσης προέκυψε ότι δεν υπήρξε προσκόμιση εγγράφων από την πλευρά της ανακόπτουσας, τα οποία να αποδεικνύουν τη νομιμοποίηση της εκ μέρους της προβαλλόμενης καταγγελίας. Ως εκ τούτου, δεν επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη σχετικής εξουσίας των υπαλλήλων που πραγματοποίησαν τη συγκεκριμένη πράξη, ούτε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της εν λόγω πλευράς δηλώθηκε η έγκριση της προβαλλόμενης καταγγελίας.
Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία της σύμβασης ήταν άκυρη και ως εκ τούτου δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτήν, καταλήγοντας στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και των συναφών πράξεων εκτελέσεως. Η απόφαση αυτή επισημαίνει την κρίσιμη σημασία της προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και της νομιμοποίησης των διαδικαστικών πράξεων, καθώς και της σαφήνειας στην εκπροσώπηση των νομικών προσώπων σε δικαστικές διαδικασίες.
Το σκεπτικό του δικαστηρίου έχει ως εξής:
Ωστόσο, η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης του κύρους της ως άνω καταγγελίας, δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η αντιπροσωπευτική εξουσία των ανωτέρω υπαλλήλων, αν δηλαδή έδρασαν ως υποκατάστατοι του Δ.Σ. της τράπεζας ή ως εντολοδόχοι τρίτοι δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης ή η τυχόν μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της, ούτε η τελευταία (δεύτερη καθ’ ης) δήλωσε, παριστάμενη διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ότι εγκρίνει αυτήν με δήλωση καταχωριζόμενη στα πρακτικά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ενώ τέτοια έγκριση δεν συνιστά η υποβολή της αίτησης για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεδομένης της μη προσκομιδής οιουδήποτε εγγράφου, που να προέρχεται από τα εκπροσωπούντα τη δεύτερη καθ’ ης όργανα και να δίδεται με αυτό η εξουσιοδότηση για τη διενέργεια της προαναφερθείσας διαδικαστικής πράξεως. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτήν, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός συμβατικός όρος (βλ. όρο 9 της επίδικης σύμβασης), που παρείχε στην «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον ανακόπτοντα ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του χρεωστικού υπολοίπου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Ως εκ τούτου, εφόσον η ένδικη απαίτηση δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά την υποβολή της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν υφίσταντο οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν άκυρες, η εν λόγω διαταγή πληρωμής, αλλά και οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτελέσεως, αφού δεν νοείται επίσπευση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει άκυρου εκτελεστού τίτλου. Κατ ́ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ ́ ουσίαν ο πρώτος λόγος ανακοπής κατά το τρίτο σκέλος αυτού. Μετά ταύτα, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή ως προς τη δεύτερη καθ ́ ης να γίνει δεκτή και ως κατ` ουσία βάσιμη, κατά παραδοχή του ανωτέρω τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου, παρέλκει, δε, η εξέταση των λοιπών λόγων της ανακοπής, καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585 και 933 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, που όλοι μαζί ή καθένας χωριστά αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ακύρωση της πράξης εκτέλεσης, τότε αν το δικαστήριο κάνει δεκτό έναν λόγο και ικανοποιώντας το αίτημα της ανακοπής ακυρώσει την πράξη, δεν πρέπει να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, καθώς μετά την ακύρωση της πράξης θεωρείται ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος (βλ. ΕφΠειρ 60/2021, ΕφΔυτ Μακ 3/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 260/2001 ΕλλΔνη 2001.1372).
Η εν λόγω νομολογία αποτελεί σημαντικό νομικό ορόσημο στην εξέταση των προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγών πληρωμής και την εφαρμογή των ανακοπτικών διαδικασιών, προσδίδοντας ουσιαστική βαρύτητα στην ανάγκη για νομική επιμέλεια.
